- λιθοστρώτους
- λιθόστρωτοςpaved with stonesmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
Μαστιχοχώρια — Ομαδική ονομασία οικισμών της Χίου. Βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή που καλλιεργείται ο μαστιχοφόρος σχίνος, από τον κορμό του οποίου συλλέγεται η μαστίχα, που αποτελούσε για πολλούς αιώνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό… … Dictionary of Greek